- σειροφόρος
- σειροφόρος, ον,A = σειραφόρος, only in Ps.-E.IA223 (signf. 1), and Suid. (signf. 11).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σειροφόρος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σειροφόρος — ον, Α βλ. σειραφόρος … Dictionary of Greek
σειροφόροι — σειροφόρος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σειροφόρους — σειροφόρος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σειραφόρος — και ιων. τ. σειρηφόρος και σειροφόρος, ον, Α 1. αυτός που οδηγείται με σχοινί («σειρηφόρον μὲν ἑκατέρωθεν ἔρσενα παρέλκειν [κάμηλον]», Ηρόδ.) 2. (συν. σε συνεκφορά με το ἵππος) άλογο που σύρει την άμαξα μόνο με σχοινί ή λουρί, με το οποίο είναι… … Dictionary of Greek